-
1 παραρρέω
A flow beside, by, or past,τὴν Νίνον Hdt.2.150
;τὰς Πλαταιάς Str.9.2.31
;παρὰ πόλιν Hdt.6.20
, etc.: abs., Hp.Aër.6: prov., ὕδωρ παραρρέει, of those who promise to spare no effort, Cratin.60, cf. Lib.Ep.109.2.II slip off or out,εἴ τί μοι τόξων.. παρερρύηκεν S.Ph. 653
; ὅτῳ μὴ παραρ ρυείη [ἡ χιών] whom it did not slip off, X.An.4.4.11 : metaph., πολλὰ ὑμῖν παρέρρει many points escaped you, Pl.Lg. 781a ; having disappeared from memory, Gp.Prooem.4
.2 of persons, π. τῶν φρενῶν slip away from one's senses, Eup.357.6 ; also, to be careless, neglect advice, etc.,υἱὲ μὴ παραρρυῇς LXXPr.3.21
;μήποτε παραρρυῶμεν Ep.Hebr.2.1
.III run off, Arist.Pr. 866a9 ; π. παρὰ (v.l. πρὸς) τὴν ἀρτηρίαν slip into the windpipe, Id.PA 664b29.2 slip in unawares or by stealth, ; παραρρυεὶς ἄνθρωπος εἰς τὸννεών Plu.2.969e
; ; εἴ τι ἐν τῷ τῆς ποιήσεως δρόμῳ παραρρυὲν λάθῃ any irregularity which slips in, Luc.Hes.5.IV φωναὶ σαθραὶ καὶ παρερρυηκυῖαι cracked and unsteady, Arist.Aud. 804a32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραρρέω
См. также в других словарях:
παραρρέω — ΝΜΑ ρέω κοντά σε κάτι ή πέρα από αυτό μσν. αρχ. μτφ. α) διαφεύγω τής προσοχής κάποιου β) χάνομαι από τις αισθήσεις ή από την μνήμη, λησμονιέμαι αρχ. 1. ξεφεύγω γλιστρώντας 2. παραμελώ την εκτέλεση εντολής ή συμβουλής 3. φεύγω τρέχοντας 4. μπαίνω… … Dictionary of Greek